φοιτήσει

φοιτήσει
φοίτησις
regular
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
φοιτήσεϊ , φοίτησις
regular
fem dat sg (epic)
φοίτησις
regular
fem dat sg (attic ionic)
φοιτάω
go to and fro
aor subj act 3rd sg (epic)
φοιτάω
go to and fro
fut ind mid 2nd sg
φοιτάω
go to and fro
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμφοιτητής — ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [συμφοιτῶ] νεοελλ. φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συμμαθητής 2. (ειδικά) συμπροσκυνητής* στον ναό τού Ασκληπιού …   Dictionary of Greek

  • συριανός — Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια, που έζησε γύρω στο τέλος του 4ου και τις αρχές του 5ου μ.Χ. αι. Είχε φοιτήσει κοντά στο νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλούταρχο στην Αθήνα. Ο Σ. υπήρξε δάσκαλος του Πρόκλου, που και τον διαδέχτηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Αλαμάννος, Νικόλαος — (1583 – 1626). Έλληνας λόγιος που έζησε στην Ιταλία. Αναφέρεται και ως Αλεμάννος. Καταγόταν από την Άνδρο. Παρακολούθησε μαθήματα λατινικής και ελληνικής φιλολογίας στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης (1592). Χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Γουάξμαν, Φραντς — (Franz Waxman, Γερμανία 1906 – ΗΠΑ 1967). Γερμανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Έπαιζε πιάνο από πολύ μικρός και έτσι οι δικοί του δεν εξεπλάγησαν όταν σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Γ. εγκατέλειψε τη θέση του στην τράπεζα για να φοιτήσει στη… …   Dictionary of Greek

  • Γουέλς, Χέρμπερτ Τζορτζ — (George Herbert Wells, Μπρόμλεϊ, Κεντ 1866 – Λονδίνο 1946). Άγγλος συγγραφέας και κοινωνιολόγος. Γόνος φτωχής οικογένειας, κατόρθωσε με υποτροφία να φοιτήσει στο Βασιλικό Κολέγιο Επιστημών, όπου σπούδασε με τον Τόμας Χένρι Χάξλεϊ, οι εξελικτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ζολά, Εμίλ — (Émile Zola, Παρίσι 1840 – 1902). Γάλλος μυθιστοριογράφος από Ελληνίδα μητέρα. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στην Εξ αν Προβάνς. Αργότερα, πήγε στο Παρίσι, όπου όμως δεν μπόρεσε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως υπάλληλος στον… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρης, Νικόλαος — (Αθήνα 1868 – 1945). Νομικός και θεατρικός συγγραφέας. Το 1888 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι για μετεκπαίδευση, αλλά τελικά προτίμησε να φοιτήσει στη θεατρική σχολή του ωδείου της… …   Dictionary of Greek

  • Μιτσκιέβιτς, Άνταμ — (Adam Mickiewicz, Νοβογκρόντεκ, Βίλνα 1798 – Κωνσταντινούπολη 1855). Πολωνός ποιητής. Από οικογένεια της μικρής αριστοκρατίας, γρήγορα γνώρισε οικονομικές δυσχέρειες, που τον ακολούθησαν σε όλη του τη ζωή. Μια υποτροφία του επέτρεψε να φοιτήσει… …   Dictionary of Greek

  • Νικούσιος, Παναγιώτης — (; – Σάξα, Πολωνία 1673). Μέγας Διερμηνέας της Πύλης, ο πρώτος Έλληνας που ανέβηκε στο αξίωμα αυτό. Οι ιστορικές ειδήσεις για τη ζωή του είναι πενιχρές και αντιφατικές. Έτσι, ως τόπος γέννησής του φέρονται η Κωνσταντινούπολη, η Χίος, η Ακαρνανία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”